- πέλαγος
- πέλᾰγ-ος, εος, τό, gen. pl.A
πελαγέων Hdt.4.85
, S.Aj.702 (lyr.),πελαγῶν Th.4.24
; [dialect] Ep. dat. πελάγεσσι (v. infr.) :—the sea, esp. high sea, open sea,π. μέγα Il.14.16
, Od.3.179, etc.;ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ Hdt.8.60
.ά ; διὰ πελάγους out at sea, opp. παρὰ γῆν, Th.6.13 : freq. coupled with other words denoting sea,ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν Od.5.335
;π. θαλάσσης A.R.2.608
; π. πόντιον, πόντου π., Pi.O.7.56, Fr.235 ; ἅλιον π. E.Hec.938 (lyr.).2 of parts of the sea ([etym.] θάλασσα), freq. with geographical epith., Αἰγαῖον π. A.Ag.659, etc., cf. Hdt.4.85 (π. Αἰγαίας ἁλός E.Tr.88
, Men.Pk.379) ;Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων S.Aj.702
(lyr.), cf. Luc.Icar.3 ;ἐκ μεγάλων πελαγῶν τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ Th.4.24
.3 flooded plain, γίνεται π. Hdt.2.97, cf. 3.117.II metaph., of any vast quantity, πλούτου π. Pi.Fr.218 ; κακῶν π. a 'sea of troubles', A.Pers.433 ;π. ἀτηρᾶς δύης Id.Pr.746
; ἄτης ἄβυσσον π. Id.Supp.470 ;κακῶν π. εἰσορῶ τοσοῦτον ὥστε μήποτ' ἐκνεῦσαι E.Hipp.822
(lyr.) ;ἀληθινὸν εἰς π. αὑτὸν ἐμβαλεῖς . . πραγμάτων Men.65.6
;φεύγειν εἰς τὸ π. τῶν λόγων Pl.Prt. 338a
;φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο π. οὐδὲ πλώσιμον S.OC663
; of great difficulties, μέγ' ἄρα π. ἐλαχέτην τι ib.1746 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.